αργυρισμός

αργυρισμός
ἀργυρισμός, ο (Α) [αργυρίζομαι]
νεοελλ.
ιατρ. η αργυρίαση*
αρχ.
η κερδοσκοπία, ο χρηματισμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀργυρισμοῦ — ἀργυρισμός getting money masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργυρισμῷ — ἀργυρισμός getting money masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργυρισμόν — ἀργυρισμός getting money masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”